- εριζικόν
- ἐριζικόν, τὸ (Μ)το ριζικό, το μοιραίο, το πεπρωμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ριζικότο ε- τής λ. πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς σύνθ. τού ερι- ή επίδραση τών ηυξημένων τύπων τού ρ. ριζώνω (πρβλ. ερριζωμένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.